pracoholiczka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]pracoholiczka (pl) < pracoholizm (pl)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pracoholiczka (pl) θηλυκό
pracoholiczka (pl) < pracoholizm (pl)
pracoholiczka (pl) θηλυκό