Μετάβαση στο περιεχόμενο

preĝota

Από Βικιλεξικό

preĝota

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

preĝota (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος preĝi