prezentiĝinta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
prezentiĝinta
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
prezentiĝinta (eo)
- αόριστος της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος prezentiĝi
prezentiĝinta
prezentiĝinta (eo)