protester
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
protester | protesters |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]protester (en)
- ο διαδηλωτής, η διαδηλώτρια
- ⮡ The officers were violently pushing the protesters towards the side streets.
- Οι αστυνομικοί έσπρωχναν βίαια τους διαδηλωτές προς τις παρόδους.
- ≈ συνώνυμα: demonstrator
- ⮡ The officers were violently pushing the protesters towards the side streets.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]protester (fr)