proveho

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

proveho

  1. προκομίζω, φέρω προ κάποιου
  2. κινούμαι προς μια κατεύθυνση