przeciąg
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
przeciąg (pl) αρσενικό
- το ρεύμα (αέρος)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη przeciągać
przeciąg (pl) αρσενικό
→ δείτε τη λέξη przeciągać