przeciąg

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

przeciąg (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη przeciągać