Μετάβαση στο περιεχόμενο

puolipiste

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

puolipiste (fi)

  • η άνω τελεία, για τις γλώσσες που γράφονται με το λατινικό αλφάβητο («;»)