pyłek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pyłek < υποκοριστικό του pył (+ -ek)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pyłek (pl) αρσενικό

  1. υποκοριστικό του pył
  2. η γύρη