raciocínio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
raciocínio (pt) < λατινικό και ratiociniu
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
raciocínio (pt) αρσενικό
raciocínio (pt) < λατινικό και ratiociniu
raciocínio (pt) αρσενικό