reaperi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

reaperi < re + aperi

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα reaperi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας reaperas reaperanta reaperata
αόριστος reaperis reaperinta reaperita
μέλλοντας reaperos reaperonta reaperota
υποθετική reaperus - -
προστακτική reaperu - -

reaperi (eo)