resalti

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
resalti < re- + salti
ρήμα resalti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας resaltas resaltanta resaltata
αόριστος resaltis resaltinta resaltita
μέλλοντας resaltos resaltonta resaltota
υποθετική resaltus - -
προστακτική resaltu - -

resalti (eo)