rhumatismalement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rhumatismalement < rhumatismal
Επίρρημα[επεξεργασία]
rhumatismalement (fr)
- εξαιτίας ρευματισμών
rhumatismalement (fr)