română
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]română (ro) θηλυκό (αρσενικό: român)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]română (ro)
- (εθνικό όνομα) η Ρουμάνα (αρσενικό: român)
- τα ρουμανικά, η ρουμανική γλώσσα