rrãmen
Εμφάνιση
Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rrãmen < → δείτε τη λέξη rãmen
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]rrãmen (roa-rup) αρσενικό (θηλυκό rrãmene)
- άλλη μορφή του rãmen
rrãmen (roa-rup) αρσενικό (θηλυκό rrãmene)