ruĝiĝota

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

ruĝiĝota

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ruĝiĝota (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος ruĝiĝi