saturi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
saturi < satur- + -i
ρήμα saturi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας saturas saturanta saturata
αόριστος saturis saturinta saturita
μέλλοντας saturos saturonta saturota
υποθετική saturus - -
προστακτική saturu - -

saturi (eo)