Μετάβαση στο περιεχόμενο

schmecken

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

schmecken (de)

  • χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη γεύση
    die Suppe schmeckt gut - η σούπα έχει καλή γεύση