semestriellement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- semestriellement < semestriel
Επίρρημα[επεξεργασία]
semestriellement (fr)
- εξαμηνιαία, κάθε εξάμηνο
semestriellement (fr)