senkuraĝiĝonta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

senkuraĝiĝonta

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

senkuraĝiĝonta (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος senkuraĝiĝi