skrzypce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
skrzypce (pl) μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό
- το βιολί
skrzypce (pl) μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό