skurĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
skurĝi < skurĝ- + -i
ρήμα skurĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας skurĝas skurĝanta skurĝata
αόριστος skurĝis skurĝinta skurĝita
μέλλοντας skurĝos skurĝonta skurĝota
υποθετική skurĝus - -
προστακτική skurĝu - -

skurĝi (eo)