somer-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

somer- < γερμανική Sommer, αγγλική summer

Ρίζα[επεξεργασία]

somer- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: καλοκαίρι

Παράγωγα[επεξεργασία]