somnifera

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία la

[επεξεργασία]

somnifera < somni- + -fera

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

somnifera θηλυκό

  • που προκαλεί-φέρνει-επιφέρει τον ύπνο, υπνωτική