Μετάβαση στο περιεχόμενο

sonĝita

Από Βικιλεξικό

sonĝita

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

sonĝita (eo)

  • αόριστος της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος sonĝi