spécialiser
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- spécialiser < spécial
Ρήμα
[επεξεργασία]spécialiser (fr)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη spécial
spécialiser (fr)