Μετάβαση στο περιεχόμενο

speel

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

speel (nl)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος spelen
  2. 2ο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος spelen