stikstof
Εμφάνιση
Αφρικάανς (af)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stikstof (af)
- το άζωτο
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stikstof (nl)
- το άζωτο
stikstof (af)
stikstof (nl)