stratigraphiquement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- stratigraphiquement < stratigraphique + -ment
Επίρρημα[επεξεργασία]
stratigraphiquement (fr)
- χρησιμοποιώντας τη στρωματογραφία