stultiĝata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

stultiĝata

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

stultiĝata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος stultiĝi