Μετάβαση στο περιεχόμενο

taŭgita

Από Βικιλεξικό

taŭgita

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

taŭgita (eo)

  • αόριστος της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος taŭgi