Μετάβαση στο περιεχόμενο

theta

Από Βικιλεξικό

Πολωνικά (pl)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

theta (pl) θηλυκό

  • το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: θήτα

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]