tinkturi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tinkturi < tinktur- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα tinkturi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας tinkturas tinkturanta tinkturata
αόριστος tinkturis tinkturinta tinkturita
μέλλοντας tinkturos tinkturonta tinkturota
υποθετική tinkturus - -
προστακτική tinkturu - -

tinkturi (eo)