tranĉata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

tranĉata

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

tranĉata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος tranĉi