tuck (someone) in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

tuck (someone) in (en)

  • κάθομαι στο κρεβάτι κάποιου μέχρι να κοιμηθεί ή στέκομαι κοντά σ' αυτό