Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Αγγλικά » επιλέξτε είδος κατηγορίας |
αγγλικά κωδικός: en
επίσης δείτε
|
για τους συντάκτες: Δείτε την Κατηγορία:Πρότυπα (αγγλικά) για τις Κατηγορίες:
- Αμερικανικοί όροι / Βρετανικοί όροι
- Αμερικανική ορθογραφία / Βρετανική ορθογραφία
- Αμερικανικές σημασίες για αγγλικούς όρους / Βρετανικές σημασίες για αγγλικούς όρους
Σε περίπτωση διπλών τύπων, βρετανικής (αγγλικής) και αμερικανικής ποικιλίας, κύριο λήμμα θεωρείται o βρετανικός τύπος.
Οι πιο συνηθισμένες πηγές μας: (περισσότερα στην Κατηγορία:Πρότυπα βιβλιογραφίας (αγγλικά))
==={{πηγές}}=== * {{R:OxLD}} * {{R:etymonline}}
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 21 υποκατηγορίες, από 21 συνολικά.
'
?
Α
- Ανορθογραφίες (αγγλικά) (12 Σ)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά) (26.788 Σ)
Β
Μ
- Μεταγραφές (αγγλικά) (35 Σ)
Ο
Π
Σ
Φ
- Βιβλίο φράσεων (αγγλικά) (9 Σ)
Σελίδες στην κατηγορία "Αγγλική γλώσσα"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 26.789 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)$
5
8
A
- a
- aardvark
- aback
- abactor
- abacus
- abandon
- abandoned
- abandonment
- abannation
- ABAS
- abase
- abash
- abashed
- abate
- abbé
- abbey
- abbot
- abbreviated
- abbreviated form
- abbreviation
- abbreviatory
- ABC
- abdicate
- abdication
- abdomen
- abdominal
- abduct
- abductee
- abduction
- abductor
- abeam
- abelian group
- aberrant
- aberration
- abeyance
- abhor
- abhorrence
- abhorrent
- abibliophobia
- abide
- abiding
- abigail
- -ability
- ability
- abiogenesis
- abiological
- abiotic
- a bird in the hand is worth two in the bush
- abject
- ablactation
- ablation
- ablative
- able
- abloom
- ablution
- ably
- abnegation
- abnormal
- abnormality
- abnormally
- abolish
- abolition
- abominable
- abominate
- abomination
- abort
- abortion
- abortive
- aboulia
- about
- about-face
- above
- above all
- above and beyond
- above ground
- abrasion
- abrasive
- a breeze
- abridge
- abridgement
- abroad
- abrosexual
- abrosexuality
- abrupt
- abruptly
- ABS
- abscess
- abscissa
- abscond
- absconder
- abseil
- absence
- absent
- absent-mindedness
- absinthe
- absolute
- absolutely
- absolute majority
- absolute power
- absolute synonymous
- absolute temperature
- absolute value
- absolute zero
- absolutism
- absorb
- absorbed
- absorbent
- absorbent cotton
- absorbing
- absorption
- abstain
- abstention
- abstinence
- abstract
- abstract class
- abstract data type
- abstraction
- abstract method
- abstruse
- absurd
- absurdity
- absurdly
- abulia
- abundance
- abundant
- abuse
- abusive
- abut
- abysm
- abyss
- abyssal
- abyssally
- AC
- acacia
- academic
- academically
- academy
- acalculia
- acarid
- ACARS
- ACAS
- acatalepsy
- ACC
- accelerate
- accelerated graphics port
- acceleration
- accelerator
- accent
- accentuation
- accept
- acceptable
- acceptance
- acceptation
- accepted
- accepting
- access
- accessibility
- accessible
- accession
- access modifier
- accessor method
- accessory
- access point
- access specifier
- access time
- accident
- accidental
- accidentally
- accident-prone
- acclaim
- acclamatory
- acclimate
- acclimatization
- acclimatize
- accolade
- accommodate
- accommodation
- accommodations
- accompaniment
- accompany
- accomplice
- accomplish
- accomplishable
- accomplishment