abseil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

abseil < γερμανική abseilen < ab- + Seil

Ρήμα[επεξεργασία]

abseil (en)

  • κατεβαίνω (π.χ. μια πλαγιά) χρησιμοποιώντας ένα σκοινί δεμένο στο σώμα μου