abdominal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
abdominal < λατινική abdominalis < abdomen
Επίθετο[επεξεργασία]
abdominal (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
abdominal < λατινική abdominalis < abdomen
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ab.dɔ.mi.nal/
- abdominal
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abdominal | abdominaux |
θηλυκό | abdominale | abdominales |
abdominal (fr)