λατινικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | λατινικά | ||
γενική | των | λατινικών | ||
αιτιατική | τα | λατινικά | ||
κλητική | λατινικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λατινικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λατινικός στον πληθυντικό < Λατίνος < Λάτιο < λατινική Latium
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /la.ti.niˈka/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λατινικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- κωδικός γλώσσας: la - Κατηγορία:Λατινική γλώσσα
- Παράρτημα:Γραμματική (λατινικά)
λατινική γλώσσα - lingua latina | ||||||
← 75 π.Κ.Ε. | 75 π.Κ.Ε. – 200 Κ.Ε. | 200 – 900 | 900 –1300 | 1300 – 1500 | 1500 → | 1900 → |
παλαιά λατινικά | κλασικά λατινικά | υστερολατινικά | μεσαιωνικά λατινικά | αναγεννησιακά λατινικά | νεολατινικά | σύγχρονα λατινικά |
& δημώδη λατινικά, εκκλησιαστικά λατινικά |
[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
λατινικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουσιαστικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
λατινικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λατινικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)