εβραϊκά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εβραϊκά | ||
γενική | των | εβραϊκών | ||
αιτιατική | τα | εβραϊκά | ||
κλητική | εβραϊκά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εβραϊκά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εβραϊκός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εβραϊκά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]δείτε επίσης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εβραϊκά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]εβραϊκά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εβραϊκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)