πληθυντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πληθυντικός < ελληνιστική κοινή πληθυντικός < αρχαία ελληνική πληθύνω < πληθύς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pli.θin.di.ˈkɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πληθυντικός αρσενικό
- (γραμματική) πληθυντικός αριθμός: οι μορφές ενός κλιτού μέρους του λόγου που αναφέρονται σε περισσότερα από ένα. Επίσης υπάρχει και ο ενικός αριθμός, όπως υπήρχε και ο δυϊκός.
- που αυξάνεται συνεχώς