pluriel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό pluriel pluriels
θηλυκό plurielle plurielles

pluriel (fr)

  1. πληθυντικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pluriel pluriels

pluriel (fr) αρσενικό

  1. (γραμματική) ο πληθυντικός αριθμός

Αντώνυμα

[επεξεργασία]