pluriel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pluriel | pluriels |
θηλυκό | plurielle | plurielles |
pluriel (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pluriel | pluriels |
pluriel (fr) αρσενικό
- (γραμματική) ο πληθυντικός αριθμός