ενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ενικός | οι | ενικοί |
γενική | του | ενικού | των | ενικών |
αιτιατική | τον | ενικό | τους | ενικούς |
κλητική | ενικέ | ενικοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενικός < ένας
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός αρσενικό
- (γραμματική) οι μορφές ενός κλιτού μέρους του λόγου που αναφέρονται σε ένα. Επίσης υπάρχει και ο πληθυντικός αριθμός, όπως υπήρχε και ο δυϊκός.