singularis
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- singŭlāris < singul(us) + -āris
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sɪŋ.ɡʊˈɫaː.rɪs/ (κλασική λατινική)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : sin‐gu‐lā‐ris
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]singŭlāris, -is, -e
- ενικός, μοναδικός, ασυνήθιστος
- μόνος, μοναχός
- ≈ συνώνυμα: sōlus, sōlitārius
- απαράμιλλος, μοναδικός στο είδος του, εξαιρετικός
- πρωτοφανής
- (γραμματική) ενικός
Κλίση
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- singŭlāre tantum (ενικά μόνον, ενικόκλιτα μόνον)
Απόγονοι
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- singŭlāris - Gaffiot, Félix (1934) Dictionnaire illustré latin-français, Hachette [Γκαφιό, Φελίξ (1934) Εικονογραφημένο λατινογαλλικό λεξικό, Ασέτ] (στα γαλλικά)