Μετάβαση στο περιεχόμενο

singularis

Από Βικιλεξικό

Λατινικά (la)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
singŭlāris < singul(us) + -āris

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɪŋ.ɡʊˈɫaː.rɪs/ (κλασική λατινική)
τυπογραφικός συλλαβισμός: singuris

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

singŭlāris, -is, -e

  1. ενικός, μοναδικός, ασυνήθιστος
     συνώνυμα: ūnicus
  2. μόνος, μοναχός
     συνώνυμα: sōlus, sōlitārius
  3. απαράμιλλος, μοναδικός στο είδος του, εξαιρετικός
     συνώνυμα: ēgregius
  4. πρωτοφανής
  5. (γραμματική) ενικός
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική singŭlāris singŭlāris singŭlāre singŭlārēs singŭlārēs singŭlāria
γενική singŭlāris singŭlāris singŭlāris singŭlārium singŭlārium singŭlārium
δοτική singŭlārī singŭlārī singŭlārī singŭlāribus singŭlāribus singŭlāribus
αιτιατική singŭlārem singŭlārem singŭlāre singŭlārēs singŭlārēs singŭlāria
κλητική singŭlāris singŭlāris singŭlāre singŭlārēs singŭlārēs singŭlāria
αφαιρετική singŭlāri singŭlāri singŭlāri singŭlāribus singŭlāribus singŭlāribus
(Τριτόκλιτα επίθετα)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]