Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Προέλευση λέξεων » από την ελληνιστική κοινή ««« « Ετυμολογία « Ελληνιστική κοινή |
Η προέλευση των λέξων από γλώσσα σε γλώσσα έως την απώτατη αρχή τους με κάθε είδος ετυμολογικής σχέσης.
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 2 υποκατηγορίες, από 2 συνολικά.
Άρθρα στην κατηγορία "Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 3.315 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- -α
- Ααρών
- αβαθής
- αβγατίζω
- αβούλευτος
- Αβραάμ
- αγαλλίαση
- αγάπη
- Αγαπητός
- αγγαρεία
- αγγαρεύω
- αγγελόμορφος
- άγγελος
- αγγούρι
- αγγουροντομάτα
- αγιάζω
- άγιος
- αγκίστρι
- αγόρευση
- αγόρι
- αγριορίγανη
- αδελφοποίηση
- αδελφότητα
- αδερφός
- αδέσμευτος
- αδιακίνητος
- αδιακρίτως
- αδιαμέριστος
- αδιαφορώ
- άδοτος
- αδράχνω
- αδρότητα
- αδυσώπητος
- αδώρητος
- άεργος
- αερο-
- άηχος
- αθεΐα
- αθέλητος
- Αθηναΐς
- αθήρωμα
- αθροιστικός
- αίγαγρος
- αιδεσιμότατος
- αιθερολόγος
- Αικατερίνη
- αιμομειξία
- αιμομιξία
- αιμόφυρτος
- αιτιατική
- Ακαδημία
- ακαλλώπιστος
- άκανθος
- ακανθώνας
- ακαρύκευτος
- ακατάγγελτος
- ακατάκριτος
- ακατάλληλος
- ακαταλληλότητα
- ακαταμέτρητος
- ακαταπράυντος
- ακαταπτόητος
- ακατήχητος
- ακαυτηρίαστος
- ακεραιότητα
- ακηδία
- -άκι
- ακουμπώ
- ακροβάτης
- ακρολοφία
- ακτίνιο
- ακτινοβολία
- ακτινοβολώ
- ακύμαντος
- ακυρώσιμος
- αλάβαστρο
- αλάτι
- αλίευση
- αλληλούια
- αλληλουχία
- αλλοτριοφαγία
- αλλοτρίωση
- αλλοτροπικός
- αλυσιδωτός
- αλφάβητο
- αλχημεία
- αμαξηλάτης
- άμβλωμα
- αμβλωτικός
- αμελλητί
- αμελώδητος
- αμεταδοσία
- αμετάκλητος
- αμετάλλαγος
- αμετάλλακτος
- αμετάλλαχτος
- αμίμητος
- αμόνι
- αμπολή
- αμφιβαρής
- αμφίγλωσσος
- αμφίδρομος
- αμφιπρόστυλος
- αμφιταλαντεύομαι
- αναγέννηση
- αναγνώστης
- ανάγωγος
- αναδεύω
- ανάδοχος
- ανάδρομος
- ανάκλιντρο
- ανακτίζω
- άναμμα
- αναμορφικός
- αναπαιστικός
- αναπέμπω
- ανάπεμψη
- αναπόληση
- Ανάργυρος
- αναρρόφηση
- αναρρυθμίζω
- ανασκαφή
- ανάστημα
- ανασφαλής
- ανατάσσω
- αναφτερώνω
- αναφωνώ
- αναχαίτιση
- ανάχωμα
- αναψυκτήριο
- ανδράδελφος
- ανειλημμένος
- ανεισφορία
- ανέμη
- ανεμίζω
- ανεμοστρόβιλος
- ανεξέλικτος
- ανεξίτηλος
- ανεξιχνίαστος
- ανεξομολόγητος
- ανεπίβατος
- ανεπιεικής
- ανεπιθεώρητος
- ανεπιθύμητος
- ανεπιμέλητος
- ανεπρόκοπος
- ανεργία
- ανεύφραντος
- ανέφικτος
- ανθηρότητα
- ανθολόγος
- ανθοπώλης
- ανθρωπισμός
- ανθρωπογονία
- ανθρωποκεντρικός
- ανθρωποκτονία
- ανιδρύω
- ανίπταμαι
- ανισεπίπεδος
- ανισόμετρος
- ανισοπαχής
- ανισόπαχος
- ανισόχρονος
- Άννα
- ανοίκειος
- ανοσία
- ανότιστος
- ανταπόκριση
- αντέξοδος
- αντεπιστέλλων
- αντιδικία
- αντίθεος
- αντιθρομβωτικός
- αντικατάσταση
- αντίκρουση
- αντιλήπτορας
- αντιλήπτωρ
- αντιλογισμός
- αντιμεταθέτω
- αντιμετάταξη
- αντιποίηση
- αντιπρόσωπος
- αντρόγυνο
- Αντώνης
- ανυπαρξία
- αξιαγάπητος
- αξινάρι
- αξιοσπούδαστος
- αξιωματικός
- αόριστος
- αοσμία
- απαγόρευση
- απάλειψη
- απάνεμος
- απαράγραπτος
- απαρεμπόδιστος
- απασχολώ
- απαύγασμα
- απέλαση
- απεραντολογία