αθεΐα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθεΐα | οι | αθεΐες |
γενική | της | αθεΐας | των | αθεϊών |
αιτιατική | την | αθεΐα | τις | αθεΐες |
κλητική | αθεΐα | αθεΐες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αθεΐα < ελληνιστική κοινή ἀθεΐα < ἄθεος < αρχαία ελληνική ἀ- + θεός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αθεΐα θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αθεΐα
|