Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Προέλευση λέξεων » από τα αρχαία ελληνικά ««« « Ετυμολογία « Αρχαία ελληνικά |
Η προέλευση των λέξων από γλώσσα σε γλώσσα έως την απώτατη αρχή τους με κάθε είδος ετυμολογικής σχέσης.
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 13 υποκατηγορίες, από 13 συνολικά.
'
Σελίδες στην κατηγορία "Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 15.485 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)T
Α
- -α
- Α
- α-
- Ααμέρ
- αβαθής
- Αβαίος
- άβακας
- αβάκιο
- ἀβακίσκος
- αβαρής
- Αβαρνίδα
- Αβαρνίς
- αβασάνιστος
- αβασίλευτος
- αβασκαίνω
- άβατος
- αβγατίζω
- αβγό
- αβδέλλα
- αβδηρίτης
- αβέβαιος
- αβελτηρία
- αβελτίωτος
- αβίαστος
- αβιάστως
- αβιογένεση
- αβιογενετικός
- άβιος
- αβίωτος
- αβλάβεια
- αβλαβής
- αβλαβώς
- αβλεπτί
- αβληχρός
- άβουλα
- αβούλευτος
- αβουλία
- αβούλως
- άβρεχτος
- αβροδίαιτος
- αβρός
- αβροσέξουαλ
- αβροσεξουαλικός
- αβροσεξουαλικότητα
- αβρότητα
- άβροχος
- άβυθος
- άβυσσος
- Αγάθη
- αγαθό
- αγαθο-
- αγαθοεργία
- Αγαθόνικος
- αγαθός
- Αγάθοσμα
- αγαλακτία
- αγάλι
- άγαλμα
- αγαλμάτιο
- αγαλματοποιός
- αγάμητος
- άγαμος
- άγαν
- αγανάκτηση
- αγανακτισμένος
- αγανακτώ
- αγανάχτηση
- αγαναχτώ
- αγανός
- αγάπανθος
- αγαπάω
- αγαπώ
- αγαστός
- αγαύη
- Αγγαίος
- αγγαρεύω
- αγγειίτιδα
- αγγείο
- αγγειό
- αγγειο-
- αγγελία
- αγγελιαφόρος
- αγγελιοφόρος
- αγγέλλω
- Άγγελος
- αγέλαστος
- αγέλη
- αγένεια
- αγενής
- αγέννητος
- αγερμός
- αγέρωχος
- αγευσία
- άγημα
- αγίασμα
- άγιος
- αγκάθι
- αγκάθινος
- αγκάλη
- άγκιστρο
- αγκλίτσα
- αγκούλα
- αγκουρέτο
- αγκτήρας
- αγκύλη
- αγκύλι
- αγκύλος
- Αγκυλόσαυρος
- αγκυλώνω
- άγκυρα
- αγκυροβολώ
- αγκώνας
- αγλαΐζω
- αγλαόκαρπος
- αγλαός
- αγλέουρας
- άγναθος
- αγνάντια
- αγνεία
- αγνίζω
- αγνόηση
- άγνοια
- αγνοούμενος
- αγνός
- αγνοώ
- αγνώμονας
- αγνωμονώ
- αγνωμοσύνη
- αγνώμων
- αγνωσία
- αγνωστικισμός
- άγνωστος
- αγονία
- άγονος
- αγορά
- αγοράζω
- αγοραίος
- αγορανόμος
- αγόρασμα
- αγοραστικός
- αγοραφοβία
- αγορεύω
- -άγρα
- Άγρα
- Αγραυλή
- Άγραφα
- Άγρες
- αγρεύω
- αγριαγγουριά
- αγριάγγουρο
- αγριελιά
- αγριο-
- άγριος
- αγριοσφακιά
- αγριωπός
- αγρίως
- αγροδίαιτος
- αγροίκος
- Αγροίλη
- Αγροιλή
- αγρονόμος
- αγρός
- αγρότης
- αγροφύλακας
- Αγρύλη
- Αγρυλή
- αγρυπνία
- άγρυπνος
- άγρωστη
- αγυμνασία
- Αγχεσμός
- αγχίνοια
- αγχίνους
- άγχος
- άγω
- αγωγή
- αγώγι
- αγώγιμος
- -αγωγός
- αγωγός
- αγώι
- αγώνας
- αγωνία
- αγωνίζομαι
- αγωνιστής
- αγωνιώ
- αγωνοδίκης
- -άδα
- αδαής
- αδάκρυτος
- αδάμαντας
- αδαμαντίνη
- αδαμάντινος
- άδεια
- αδειάζω
- αδελφή