Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Προέλευση λέξεων » από τα αρχαία ελληνικά ««« « Ετυμολογία « Αρχαία ελληνικά |
Η προέλευση των λέξων από γλώσσα σε γλώσσα έως την απώτατη αρχή τους με κάθε είδος ετυμολογικής σχέσης.
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 11 υποκατηγορίες, από 11 συνολικά.
'
*
Άρθρα στην κατηγορία "Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 7.807 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- -α
- Α
- α-
- Άβα
- αβαγιανός
- αβαθής
- Αβαρνίδα
- Αβαρνίς
- αβγατίζω
- αβγό
- αβδέλλα
- αβοήθητος
- αβούλευτος
- άβρεχτος
- αβρός
- άβροχος
- άβυθος
- άβυσσος
- αγαθό
- Αγαθόνικος
- αγαθός
- Αγάθοσμα
- αγαλλίαση
- άγαλμα
- αγάμητος
- αγανάκτηση
- αγανακτώ
- αγανός
- αγαπάω
- αγαπώ
- Αγγαίος
- αγγαρεύω
- Αγγελή
- αγγελιαφόρος
- αγγελιοφόρος
- Άγγελος
- αγείρω
- αγέλαστος
- αγέννητος
- αγερμός
- αγίασμα
- άγιος
- αγκάλη
- αγκλίτσα
- αγκουρέτο
- Αγκυλόσαυρος
- αγλαόκαρπος
- αγλέουρας
- άγναθος
- αγνάντια
- άγνοια
- αγνός
- αγνωστικισμός
- άγνωστος
- αγορά
- αγοράζω
- αγορανόμος
- αγόρασμα
- αγοραφοβία
- αγορεύω
- Άγρα
- Αγραυλή
- Άγρες
- αγριο-
- αγρίως
- Αγροίλη
- Αγροιλή
- αγρότης
- Αγρύλη
- Αγρυλή
- αγρυπνία
- άγρυπνος
- Αγχεσμός
- άγω
- αγώγι
- αγωγός
- αγώι
- αδαής
- αδάμαντας
- αδαμαντίνη
- αδαμάντινος
- αδάμας
- άδεια
- αδειάζω
- αδελφός
- αδενίνη
- αδερφός
- αδημονώ
- -άδης
- αδηφαγία
- αδηφάγος
- αδιακίνητος
- αδιαμέριστος
- αδιαπίστωτος
- αδιάρθρωτος
- αδιαστρέβλωτος
- αδιάφθορος
- αδιαχώριστος
- αδιευκρίνητος
- αδιευκρίνιστα
- αδιευκρίνιστος
- αδιευκρινίστως
- αδιήγητος
- αδιόρατος
- αδιπικός
- αδρανής
- αδράχνω
- Άδωνης
- αεί
- αεικίνητος
- αειπάρθενος
- αειφανής
- Αελλώ
- αέρας
- αεργία
- αεροθερμόμετρο
- αερολογία
- αεροναύτης
- αεροπλανάκι
- αεροπλανικό
- αεροπλανικός
- αερόπλανο
- αετιδεύς
- αετός
- Αζάνας
- Αζηνία
- άζυμος
- αηδία
- αήττητος
- Αθάμας
- αθαμβής
- αθανασία
- άθαφτος
- αθεΐα
- αθεϊσμός
- αθεότητα
- αθερμομέτρητος
- αθέτωση
- Αθηναίος
- αθήρωμα
- αθλητής
- αθλο-
- Αθμονία
- αθρόος
- άθυρμα
- αίγα
- Αιγιλία
- Αίγινα
- Αιγινήτης
- αίγλη
- Αιγόσθενα
- αΐδιος
- αιδώς
- αιθάλη
- Αιθαλίδες
- αιθανάλη
- αιθίνιο
- αίθουσα
- αιθύλιο
- αίμα
- αιμασιά
- Αιμιλία
- Αιμίλιος
- αιμο-
- αιμοδιάλυση
- Αίμος
- -αινα
- αίνος
- Αιξωνή
- -αίος
- αιρετικός
- Αίσωπος
- αιτία
- αίτιος
- αίφνης
- αιώρα
- Ακαδημία
- ακαθαρσία
- ακακοποίητος
- ακαλλώπιστος
- ακαρεοκτόνο
- άκαρι
- ακαρίαση
- ακατάγγελτος
- ακαταγέλαστος
- ακατάκριτος
- ακατάλληλος
- ακαταπράυντος
- άκατος
- ακέντριστος
- ακετυλένιο
- ακηδία
- -άκι
- -άκιν
- ακινησία
- ακκίζομαι
- ακμάζων
- ακμαίος
- άκμονας
- ακολασία