Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Προέλευση λέξεων » από τα αρχαία ελληνικά ««« « Ετυμολογία « Αρχαία ελληνικά |
Η προέλευση των λέξων από γλώσσα σε γλώσσα έως την απώτατη αρχή τους με κάθε είδος ετυμολογικής σχέσης.
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 11 υποκατηγορίες, από 11 συνολικά.
'
Σελίδες στην κατηγορία "Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 12.135 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)P
Α
- -α
- Α
- α-
- αβαθής
- άβακας
- αβάκιο
- Αβαρνίδα
- Αβαρνίς
- αβασκαίνω
- αβγατίζω
- αβγό
- αβδέλλα
- αβέβαιος
- αβελτίωτος
- αβίαστος
- αβιογένεση
- αβιογενετικός
- αβλεπτί
- αβληχρός
- αβοήθητος
- αβούλευτος
- άβρεχτος
- αβροδίαιτος
- αβρός
- άβροχος
- άβυθος
- άβυσσος
- Αγάθη
- αγαθό
- αγαθο-
- αγαθοεργία
- Αγαθόνικος
- αγαθός
- Αγάθοσμα
- αγαλλίαση
- άγαλμα
- αγάμητος
- αγανάκτηση
- αγανακτισμένος
- αγανακτώ
- αγανάχτηση
- αγαναχτώ
- αγανός
- αγάπανθος
- αγαπάω
- αγαπώ
- αγαστός
- Αγγαίος
- αγγαρεύω
- αγγειίτιδα
- αγγείο
- Αγγελή
- αγγελία
- αγγελιαφόρος
- αγγελιοφόρος
- αγγέλλω
- Άγγελος
- αγέλαστος
- αγέλη
- αγένεια
- αγενής
- αγέννητος
- αγερμός
- αγέρωχος
- αγευσία
- άγημα
- αγίασμα
- άγιος
- αγκάθι
- αγκάθινος
- αγκάλη
- άγκιστρο
- αγκλίτσα
- αγκουρέτο
- αγκύλη
- αγκύλι
- αγκύλος
- Αγκυλόσαυρος
- αγκυλώνω
- άγκυρα
- αγκυροβολώ
- αγκώνας
- αγλαΐζω
- αγλαόκαρπος
- αγλαός
- αγλέουρας
- άγναθος
- αγνάντια
- αγνεία
- αγνίζω
- αγνόηση
- άγνοια
- αγνοούμενος
- αγνός
- αγνοώ
- αγνώμονας
- αγνωμονώ
- αγνώμων
- αγνωσία
- αγνωστικισμός
- άγνωστος
- αγονία
- άγονος
- αγορά
- αγοράζω
- αγοραίος
- αγορανόμος
- αγόρασμα
- αγοραστικός
- αγοραφοβία
- αγορεύω
- -άγρα
- Άγρα
- Αγραυλή
- Άγραφα
- Άγρες
- αγρεύω
- αγριελιά
- αγριο-
- άγριος
- αγριωπός
- αγρίως
- αγροδίαιτος
- αγροίκος
- Αγροίλη
- Αγροιλή
- αγρονόμος
- αγρός
- αγρότης
- αγροφύλακας
- Αγρύλη
- Αγρυλή
- αγρυπνία
- άγρυπνος
- άγρωστη
- αγυμνασία
- Αγχεσμός
- αγχίνοια
- αγχίνους
- άγω
- αγωγή
- αγώγι
- αγώγιμος
- -αγωγός
- αγωγός
- αγώι
- αγώνας
- αγωνία
- αγωνίζομαι
- αγωνιστής
- αγωνιώ
- αγωνοδίκης
- -άδα
- αδαής
- αδάκρυτος
- αδάμαντας
- αδαμαντίνη
- αδαμάντινος
- άδεια
- αδειάζω
- αδελφή
- αδελφός
- αδένας
- αδενίνη
- αδενοπάθεια
- αδερφός
- άδηλος
- αδημονώ
- αδήριτος
- -άδης
- αδηφαγία
- αδηφάγος
- αδιάβλητος
- αδιάθετος
- αδιακίνητος
- αδιάκριτος
- αδιάλλακτος
- αδιαμέριστος
- αδιάρθρωτος
- αδιάστατος
- αδιαστρέβλωτος
- αδιάφθορος
- αδιαχώριστος
- αδιερεύνητος
- αδιευκρινίστως
- αδιήγητος
- αδίκημα
- αδικία
- αδιόρατος
- αδιόρθωτος
- αδιπικός
- αδολέσχης
- αδρανής
- αδράχνω
- αδράχτι
- αδρός
- αδύνατος
- αδυνατώ
- Άδωνης