άβακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άβακας | οι | άβακες |
γενική | του | άβακα | των | αβάκων |
αιτιατική | τον | άβακα | τους | άβακες |
κλητική | άβακα | άβακες | ||
όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ένας άβακας (αριθμητήριο)
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άβακας < αρχαία ελληνική ἄβαξ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άβακας αρσενικό
- τετράγωνη επίπεδη πλάκα από σχιστόλιθο ή ξύλο για χάραξη γεωμετρικών σχημάτων
- επίπεδη επιφάνεια, συνήθως τετράπλευρη, που χρησιμοποιείται για επιτραπέζια παιχνίδια, π.χ. σκακιέρα
- πλάκα που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία
- (αρχιτεκτονική) τετράγωνη πλάκα στο πάνω μέρος του κιονόκρανου όπου ακουμπά το επιστύλιο
- αριθμητήριο, όργανο αποτελούμενο από σειρές χανδρών, που χρησιμοποιείται για καταμέτρηση αντικειμένων και εκτέλεση απλών αριθμητικών πράξεων
- (στρατιωτικός όρος): τμήμα διόπτρας πυροβόλου όπλου
- (ναυπηγικός όρος): η κάθετη πρύμη της λέμβου