άβακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άβακας | οι | άβακες |
γενική | του | άβακα | των | αβάκων |
αιτιατική | τον | άβακα | τους | άβακες |
κλητική | άβακα | άβακες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άβακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄβαξ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.va.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐βα‐κας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άβακας αρσενικό
- τετράγωνη επίπεδη πλάκα από σχιστόλιθο ή ξύλο για χάραξη γεωμετρικών σχημάτων
- επίπεδη επιφάνεια, συνήθως τετράπλευρη, που χρησιμοποιείται για επιτραπέζια παιχνίδια, π.χ. σκακιέρα
- πλάκα που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία
- (αρχιτεκτονική) τετράγωνη πλάκα στο πάνω μέρος του κιονόκρανου όπου ακουμπά το επιστύλιο
- αριθμητήριο, όργανο αποτελούμενο από σειρές χανδρών, που χρησιμοποιείται για καταμέτρηση αντικειμένων και εκτέλεση απλών αριθμητικών πράξεων
- (στρατιωτικός όρος): τμήμα διόπτρας πυροβόλου όπλου
- (ναυπηγικός όρος): η κάθετη πρύμη της λέμβου
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)