πολωνικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πολωνικά | ||
γενική | των | πολωνικών | ||
αιτιατική | τα | πολωνικά | ||
κλητική | πολωνικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολωνικά ουδέτερο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολωνικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πολωνικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πολωνικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)