Polnisch
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Polnisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Polnisch < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Polnisch αρσενικό ή θηλυκό