Μετάβαση στο περιεχόμενο

ουδέτερο

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
ουδέτερο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ουδέτερος. Εννοείται η λέξη γένος ή ρήμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ουδέτερο τα ουδέτερα
      γενική του ουδέτερου
& ουδετέρου
των ουδέτερων
& ουδετέρων
    αιτιατική το ουδέτερο τα ουδέτερα
     κλητική ουδέτερο ουδέτερα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ουδέτερο ουδέτερο

  • (γραμματική)
    1. (για γένος) το γένος ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων, μετοχών ή αντωνυμιών που δεν αντιστοιχεί ούτε στο αρσενικό, ούτε στο θηλυκό γένος. Για πράγματα και αφηρημένες έννοιες η απουσία αντιστοιχίας είναι αυθαίρετη
      τα ουδέτερα σε -ος γράφονται με όμικρον
      η λέξη κορίτσι είναι ουδέτερο αν και αναφέρεται σε άτομο γένους θηλυκού
    2. (για ρήμα) ρήμα του οποίου η διάθεση σημαίνει ουδέτερη κατάσταση. Το υποκείμενο δεν ενεργεί, δεν παθαίνει, απλώς βρίσκεται σε μια κατάσταση.
      τα ρήματα ζω, ησυχάζω είναι ουδέτερα· είναι ουδέτερης διάθεσης, αλλά ενεργητικής φωνής

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • συντομογραφία: ουδ. ή ο.
  • συντομογραφία λατινική: neu. η n.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
ουδέτερο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ουδέτερο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του ουδέτερος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ουδέτερος